Το λιανεμπόριο, την τελευταία διετία, έχει βρεθεί αντιμέτωπο με τεράστιες απώλειες, τις οποίες δύσκολα θα μπορούσε να αναπληρώσει ακόμα και σε συνθήκες ομαλότητας. Τώρα οι επαγγελματίες καλούνται να ξεπεράσουν νέους “σκοπέλους” αφού η εκτόξευση των λειτουργικών εξόδων και οι οικονομικές δυσκολίες των νοικοκυριών προσθέτουν περεταίρω πίεση.
Το κύμα ακρίβειας σε βασικά είδη διατροφής που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στη χώρα, σε συνδυασμό με τις καλπάζουσες τιμές της ενέργειας και το ουκρανικό, έχουν επηρεάσει σημαντικά επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η πίεση που δέχονται οι καταναλωτές είναι λογικό να μεταφέρεται στο εμπόριο, αφού οι εν δυνάμει πελάτες των καταστημάτων βάζουν σε πρώτη προτεραιότητα την αποπληρωμή των «φουσκωμένων» λογαριασμών και την αγορά προϊόντων διατροφής, αφήνοντας στην άκρη τις δαπάνες για ένδυση, υπόδηση και άλλα διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Οι τρέχουσες εξελίξεις έχουν μεταβάλει προς το δυσμενέστερο τις εκτιμήσεις και τις προσδοκίες που καταγράφονται για το 2002, σύμφωνα με έρευνα που παρουσίασε η ΓΣΕΒΕΕ.
Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της έρευνας, η ακρίβεια εκτίναξε τον αριθμό των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για βασικά αγαθά. Το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού (20% το αντίστοιχο ποσοστό το 2020), το 52,8% για είδη διατροφής (26,2% το 2020), το 51,9% για θέρμανση (12,9% το 2020) και το 34,7% για υγεία και φάρμακα (26% το 2020). Σημειώνεται ότι οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για 1 στα 2 νοικοκυριά την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους. Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 κατά 12% (μεσοσταθμικά).
Ιδιαίτερα αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2022 κυρίως λόγω των επιπτώσεων της ακρίβειας. Συγκεκριμένα περίπου 1 στα 2 νοικοκυριά (45,1%) εκτιμά ότι το 2022 θα χειροτερέψει η οικονομική του κατάσταση, έναντι μόλις του 13,6% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί και του 36,7% που εκτιμά ότι θα παραμείνει η ίδια.
– Η απαισιοδοξία που εκδηλώνουν τα νοικοκυριά ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια, καθώς στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά των ερωτώμενων σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες το 45,3% απάντησε πολύ, το 31,6% λίγο ενώ το 21,9% απάντησε αρνητικά.
– Οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,8%) την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους και ακολουθούν οι αυξήσεις στα τρόφιμα (21,4%), στη βενζίνη (12,4%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (9,3%).
– Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών το 42,7% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα και την ενέργεια και το 40,9% η αύξηση των μισθών και συντάξεων.
– Όσον αφορά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας το 60,9% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 14,9% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 9,5% και το 6,3% αξιολόγησαν τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας ως μάλλον επαρκή και επαρκή αντίστοιχα.
Συνοπτικά τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών (2021), που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ.
– Περισσότερα από 5 στα 10 νοικοκυριά (50,9%) περιόρισαν τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ). Το 45,1% των νοικοκυριών ξόδεψαν λιγότερα για ταξίδια, ενώ το 43,3% περιόρισε τις δαπάνες για ένδυση-υπόδηση
– Από την άλλη μεριά καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησαν της δαπάνες τους για την κάλυψη βασικών αναγκών, προφανώς λόγω της ακρίβειας των τελευταίων μηνών. Ειδικότερα το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού, το 52,8% για είδη διατροφής το 51,9% για θέρμανση και το 34,7% για υγεία και φάρμακα.
– Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 σε σχέση με το 2020 κατά 12% (μεσοσταθμικά).
Όσον αφορά τις ΜμΕ, η πρόσφατη έρευνα χειμερινών εκπτώσεων που πραγματοποίησε ο Εμπορικός σύλλογος Αθηνών, παρουσιάζει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Η πτωτική πορεία που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ στον δείκτη του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα της εκπτωτικής περιόδου, με 9 στα 10 καταστήματα να
δηλώνουν πτώση τζίρου. Πρόκειται για ένα ποσοστό που δεν έχει προηγούμενο και είναι χειρότερο και από την εποχή της οικονομικής κρίσης. Σημειώνεται ότι η πλειοψηφία των καταστημάτων του δείγματος (7 στις 10), ανήκουν στην κατηγορία Ένδυση -Υπόδηση – Αξεσουάρ – Αθλητικά είδη που έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην εκπτωτική περίοδο.
Ειδικά ο τζίρος των καταστημάτων του κέντρου της Αθήνας επλήγη ανεπανόρθωτα από την έξαρση της μετάλλαξης Όμικρον και η επισκεψιμότητα των καταναλωτών με τα ΜΜΜ είναι πολύ μικρή, για το λόγο αυτό η ανάλυση των αποτελεσμάτων δείχνει μεσοσταθμικά μεγαλύτερη πτώση τζίρου στο κέντρο σε σχέση με τις αγορές εκτός Δ. Αθηναίων.
Παρόλη την αποκλιμάκωση των μέτρων κατά του covid 19, η περιρρέουσα παγκόσμια κατάσταση δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το εγγύς μέλλον. Οι απαντήσεις που αναφέρονται στις προσδοκίες για το επόμενο εξάμηνο είναι μοιρασμένες, 1 στους 3 δηλώνει αισιόδοξος και αντίστοιχα στην ίδια αναλογία οι ερωτηθέντες δηλώνουν απαισιόδοξοι. Η αβεβαιότητα γίνεται ολοφάνερη από το 22,6% που δήλωσε πως δεν μπορεί να εκτιμήσει την κατάσταση και μας ενημέρωναν ότι αδυνατούν να προγραμματίσουν ακόμα και τις αγορές τους.
Eleni Sarandaki